(σταφυλαί Theocr. - v. l. πυρραῖος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυρναίος — αία, ον, Α κατάλληλος για βρώση, εδώδιμος, φαγώσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος* ή πύρνον + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
πυρναίαις — πυρναί̱αις , πυρναῖος fit for eating fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)